- χρυσέμβολος
- χρῡσ-έμβολος, ον,A with beak of gold, of a ship, App.Praef.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσέμβολος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει χρυσό έμβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + έμβολος (< ἔμβολον), πρβλ. χαλκ έμβολος] … Dictionary of Greek
χρυσέμβολα — χρυσέμβολος with beak of gold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)